Klangvoll στα ελληνικά
Μετάφραση: klangvoll, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιφανής, ηχηρός, βαρύς, διάσημος, ηχηρή, ηχηρά, ηχηρές, ηχητική
Μεταφράσεις
- abgeworfen στα ελληνικά - έπεσε, μειώθηκε, μειώθηκαν, πέσει, μειωθεί
- auswanderung στα ελληνικά - μετανάστευση, μετανάστευσης, αποδημία, αποδημίας, η μετανάστευση
- beschleunigungsmesser στα ελληνικά - επιταχυνσιόμετρο, επιταχυνσιομέτρου, του επιταχυνσιομέτρου, επιταχυνσιόμετρου, επιτάχυνσης
- brust στα ελληνικά - στήθος, μαστού, του μαστού, στήθους, μητρικό
Τυχαίες λέξεις
Klangvoll στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιφανής, ηχηρός, βαρύς, διάσημος, ηχηρή, ηχηρά, ηχηρές, ηχητική
Μεταφράσεις: επιφανής, ηχηρός, βαρύς, διάσημος, ηχηρή, ηχηρά, ηχηρές, ηχητική