Komfortabel στα ελληνικά
Μετάφραση: komfortabel, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνετος, βολικός, άνετα, άνετο, άνετη, άνετες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- absenkung στα ελληνικά - μείωση, χαμήλωμα, μειώνοντας, τη μείωση, μείωσης
- benennung στα ελληνικά - τίτλος, επωνυμία, ονομασία, ονομασίας, χαρακτηρισμό, ορισμό, χαρακτηρισμού
- despoten στα ελληνικά - δεσπότες, δεσποτών, δυνάστες, τυράννων, τυράννους
- dreifarbig στα ελληνικά - Tri, τρι, τριών, τρι-, τρις
Τυχαίες λέξεις
Komfortabel στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνετος, βολικός, άνετα, άνετο, άνετη, άνετες
Μεταφράσεις: άνετος, βολικός, άνετα, άνετο, άνετη, άνετες