Καθαρίστρια στα αγγλικά

Μετάφραση: καθαρίστρια, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cleaner, maid, charwoman, cleaning lady, cleaning
Καθαρίστρια στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: καθαρίστρια

maid
  • υπηρέτρια
  • καθαρίστρια
  • κόρη
  • νεάνις
  • θαλαμηπόλος
charwoman
  • καθαρίστρια
  • παραδουλεύτρα
  • ξενοδουλεύτρα

Σχετικές λέξεις: καθαρίστρια

καθαρίστρια γκλοπ, καθαρίστρια για το σπίτι, καθαρίστρια γκλομπ, καθαρίστρια σχολείου, καθαρίστρια πολυκατοικίας, καθαρίστρια λεξικό γλώσσας αγγλικά, καθαρίστρια στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • καθαρά στα αγγλικά - clearly, visibly, net, clear, cleanly, clean
  • καθαρίζω στα αγγλικά - furbish, clean, peel, scour, purge, cleanse, defecate
  • καθαρισμός στα αγγλικά - cleaning, purifying, purification, purification of, cleansing
  • καθαριστήριο στα αγγλικά - launderette, laundry, Laundry service, Cleaning
Τυχαίες λέξεις
Καθαρίστρια στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: cleaner, maid, charwoman, cleaning lady, cleaning