Läufer στα ελληνικά
Μετάφραση: läufer, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίσκοπος, δρομέας, αθλητής, δρομέα, συμμετέχων, runner, ολισθητήρα
Μεταφράσεις
- absperren στα ελληνικά - συνωστισμός, στηρίγματα, κωλυσιεργώ, φραγμός, δυσχεραίνω, παρακωλύω, σβήσει, ...
- angeheftet στα ελληνικά - συνημμένο, επισυνάπτεται, συνημμένη, που επισυνάπτεται, επισυνάπτονται
- bedankte στα ελληνικά - ευχαρίστησε, ευχαριστεί, ευχαρίστησε τον, ευχαρίστησε τον κ, ευχαρίστησαν
- botschaftsrat στα ελληνικά - σύμβουλος, Σύμβουλος, Σύμβουλο, Σύμβουλος της, Συμβούλου
Τυχαίες λέξεις
Läufer στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίσκοπος, δρομέας, αθλητής, δρομέα, συμμετέχων, runner, ολισθητήρα
Μεταφράσεις: επίσκοπος, δρομέας, αθλητής, δρομέα, συμμετέχων, runner, ολισθητήρα