Λέξη: μάρμαρο
Σχετικές λέξεις: μάρμαρο
μάρμαρο νάξου, μάρμαρο καβάλας, μάρμαρο θάσου, μάρμαρο δεματίου, μάρμαρο ιωαννίνων, μάρμαρο κοζάνης, μάρμαρο διονύσου, μάρμαρο καβάλασ τιμή, μάρμαρο καλιφόρνια, μάρμαρο τιμές
Συνώνυμα: μάρμαρο
πεζούλι, μπίλια, βόλος
Μεταφράσεις: μάρμαρο
μάρμαρο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
marble, marble floor, of marble
μάρμαρο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mármol, marmóreo, canica, de mármol, marmol, mármol de, el mármol
μάρμαρο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
murmel, glaskugel, marmor, Marmor, aus Marmor
μάρμαρο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
boulette, marbre, balle, globule, bille, en marbre, le marbre, de marbre, marbres
μάρμαρο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pallina, marmo, in marmo, di marmo, marmi, marmo di
μάρμαρο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bordo, mármore, de mármore, em mármore, mármores
μάρμαρο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pilletje, marmer, marmeren, knikker, een marmeren
μάρμαρο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мрамор, Мраморный, мрамора, мраморная, мраморной
μάρμαρο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
marmor, i marmor, marmorbad, marble
μάρμαρο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
marmor, i marmor, marble
μάρμαρο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
marmoroida, marmori, marmorikuula, marmorinen, Marble, marmoria, marmorin
μάρμαρο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
marmor, Marble, marmorgulv, i Marble
μάρμαρο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kulička, mramor, mramoru, mramorová, mramorové, mramorovou
μάρμαρο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kulka, gałka, marmur, marmurowy, marmuru, marmurowe, marmurowa
μάρμαρο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
márvány, üveggolyó, márványpadló, Marble, márványból, márvánnyal
μάρμαρο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mermer, mermer bir, bir mermer, mermerden
μάρμαρο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мародерствує, мармур, мрамор
μάρμαρο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mermer, mermeri, prej mermeri, mermerit, mermeri të
μάρμαρο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мрамор, мраморна, мраморни, мраморен, на мрамор
μάρμαρο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мармур
μάρμαρο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
marmor, nipsukivi, Marble, marmorist, marmori, marmorit
μάρμαρο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bezosjećajan, kuglica, hladan, mramor, mramorni, mramora, mramorna, mramorne
μάρμαρο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
marmara, marmari, Marble, marmaralögðu
μάρμαρο στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
marmor
μάρμαρο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
marmuras, marmuro, Marble, marmurą, marmuru
μάρμαρο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
marmors, marmora, Marble, marmoru
μάρμαρο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мермерот, мермер, мермерни, мермерна, мермерен
μάρμαρο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
marmură, marmura, de marmură, din marmură, de marmura
μάρμαρο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
marble, marmorja, marmor, marmorni, marmorne
μάρμαρο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mramor, mramoru, dlaždice