Lösen στα ελληνικά

Μετάφραση: lösen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χύμα, χαλαρός, χαλαρά, χαλαρό, χαλαρή
Lösen στα ελληνικά

Μεταφράσεις

  • atemlöcher στα ελληνικά - αναπνοή, αναπνοής, αναπνευστική, την αναπνοή, στην αναπνοή
  • besetzer στα ελληνικά - κάτοχος, καταπατητής, καταλήψεων, καταληψιών, καταληψίας, καταπατητή
  • bewerten στα ελληνικά - μετρώ, αναλογία, μέτρο, αξία, εκτιμώ, αξιολογώ, βαθμολογώ, ...
  • dreist στα ελληνικά - δροσερός, ζωντανός, φρέσκος, νωπός, τολμηρός, τολμηρή, τολμηρό, ...
Τυχαίες λέξεις
Lösen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χύμα, χαλαρός, χαλαρά, χαλαρό, χαλαρή