Λέξη: μάζεμα

Σχετικές λέξεις: μάζεμα

μάζεμα καρυδιών, μάζεμα ελιών, μάζεμα πατάτας, μάζεμα σταφυλιών, μάζεμα λεβάντας, μάζεμα καλωδίων, μάζεμα ελιάς, μάζεμα χαμομηλιού, μάζεμα ρίγανης, μάζεμα σαλιγκαριών

Συνώνυμα: μάζεμα

τυχαία συνάντηση, επιτάχυνση, βελτίωση

Μεταφράσεις: μάζεμα

μάζεμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
furl, pickup, picking, gathering, squinting, retraction

μάζεμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
recoger, recogida, recolección, camioneta, pickup

μάζεμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abholen, Aufnahme, Abholung, Pickup, Aufnehmer

μάζεμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ferler, plier, composer, déposer, rouler, enrouler, ramasser, ramassage, capteur, micro

μάζεμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
raccogliere, pickup, prelievo, raccolta

μάζεμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pegar, captador, recolhimento, coletor, de captação

μάζεμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
oppakken, pickup, bestelwagen, Ophaalservice

μάζεμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
свертывание, убирать, свертывать, подобрать, Самовывоз, пикап, датчик, срабатывания

μάζεμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pickup, henting, du henter bilen, henter bilen, henting på

μάζεμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pickup, upphämtning, utlämningen, hämtning, upptagnings

μάζεμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kääriytyä, kääriä, nouto, pickup, lava, noutopisteet

μάζεμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
afhentning, pickup, afhentning på, opsamling

μάζεμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
složit, svinout, dodávka, vyzvednutí, pickup, podávacího, snímač

μάζεμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zwijać, zwitek, składać, pickup, odbiór, pobierającej, odebrania, Możliwość odebrania

μάζεμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felszedő, a pickup, felvétel, hangszedő, transzfer

μάζεμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
almak, alma, pikap, karşılama, Kağıt alma

μάζεμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
убирати, забирати, поратись, поратися, згорніть, підібрати

μάζεμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kamionçinë, pije, marrje, përmirësim, pickup

μάζεμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пикап, придърпващата, оптикоелектронния, го получите, пикапа

μάζεμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
падабраць

μάζεμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rullima, pikap, Pickup, Paberivõturulli, Kogur, Pickup'i

μάζεμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
slagati, saviti, uviti, kurva, pickup, kamionet, igrač pokupi, zvučnica

μάζεμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
pallbíll, Pickup, Sækja, óskast, Hverfisrúta

μάζεμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pikapas, Paėmimas, Paėmimas iš, pickup, griebimo

μάζεμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pikaps, Sagaidīšana, pickup, kāpums, jūtīgums

μάζεμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пикап, прифат

μάζεμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ridica, ridicarea, pickup, preluare, de preluare

μάζεμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pickup, Dostavno Vozilo, zajemalnega, osebni dvig, Gramofonska

μάζεμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dodávka, van, dodávky, dodanie

Στατιστικά δημοτικότητας: μάζεμα

Τυχαίες λέξεις