Langweilig στα ελληνικά

Μετάφραση: langweilig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουντός, βραδύς, άνοστος, ανιαρός, πληκτικός, βαρετός, μουχρός, βαρετό, βαρετή, βαρετά, τρυπώντας, βαρετές
Langweilig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aufforstung στα ελληνικά - αναδάσωση, αναδάσωσης, την αναδάσωση, της αναδάσωσης, η αναδάσωση
  • binnenländer στα ελληνικά - στο εσωτερικό της χώρας, εντός της χώρας, εσωτερικό της χώρας, στη χώρα, μέσα στη χώρα
  • blaurot στα ελληνικά - μωβ
  • charismen στα ελληνικά - χαρισμάτων, χαρίσματα, τα χαρίσματα, των χαρισμάτων, χαρίσματα που
Τυχαίες λέξεις
Langweilig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουντός, βραδύς, άνοστος, ανιαρός, πληκτικός, βαρετός, μουχρός, βαρετό, βαρετή, βαρετά, τρυπώντας, βαρετές