Λέξη: λατρεία

Σχετικές λέξεις: λατρεία

λατρεία αφροδίτης, λατρεία της αφροδίτης στην κύπρο, λατρεία για μπισκότα, λατρεία των εικόνων, λατρεία του διονύσου, λατρεία της αφροδίτης, λατρεία του μίθρα, λατρεία διονύσου, λατρεία μου, λατρεία του φαλλού

Συνώνυμα: λατρεία

είδος λατρείας, μόδα, τρέλα, προσκύνημα, ευλάβεια, αφιέρωση

Μεταφράσεις: λατρεία

λατρεία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
worship, cult, adoration, worship of, the worship

λατρεία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
idolatrar, culto, deificar, adorar, adoración, la adoración, el culto

λατρεία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verehrung, anbeten, vergöttern, Anbetung, Gottesdienst, Verehrung, Kult, Gottesdienstes

λατρεία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vénération, adoration, culte, vénérer, idolâtrer, adorer, honorer, révérer, le culte, l'adoration, cultes

λατρεία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
adorazione, culto, adorare, venerare, il culto, di culto

λατρεία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
idolatrar, preocupação, adorar, preocupar, adoração, afligir, reverenciar, culto, a adoração, o culto

λατρεία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vereren, adoratie, verafgoden, aanbidding, aanbidden, verering, eredienst, adoreren, de eredienst

λατρεία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
преклоняться, поклоняться, боготворить, обожествлять, благоговеть, почитать, поклонение, поклонения, богослужение, культ

λατρεία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tilbe, dyrke, tilbedelse, tilbedelsen, tilber, gudsdyrkelse

λατρεία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tillbedja, dyrka, vörda, tillbedjan, dyrkan, avguda, gudstjänst

λατρεία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
palvoa, palvonta, palvonnan, palvontaa, jumalanpalveluksessa, palvontaan

λατρεία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dyrke, tilbedelse, gudstjeneste, tilbede, tilbedelsen, gudsdyrkelse

λατρεία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ctít, uctívání, zbožňovat, uctívat, poklonit, bohoslužby, bohoslužba

λατρεία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wielbić, uwielbiać, czcić, ubóstwiać, uwielbienie, kult, cześć, kultu

λατρεία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
imádás, imádat, istentisztelet, imádják, istentiszteleti

λατρεία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ibadet, tapınma, tapınması, ibadeti, bir ibadet

λατρεία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
погіршується, поклоніння

λατρεία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
adhuroj, adhurim, adhurimi, adhurimit, të adhurojnë, adhurimin

λατρεία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
преклонение, култ, поклонение, богослужение, поклонението

λατρεία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пакланенне, глыбокая пашана, пакланеньне, пашана, адарацыя

λατρεία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kummardama, kummardamine, jumalateenistuse, jumalateenistuste, kummardamise

λατρεία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
obožavanje, obožavati, štovanje, bogoslužje, klanjati, obožavanja

λατρεία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dýrka, tilbeiðsla, tilbiðja, dýrkun, tilbeiðslu

λατρεία στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
cultus

λατρεία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
garbinimas, garbinimo, šlovinimas, garbinimą, garbinti

λατρεία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cienīšana, dievināt, dievkalpojumu, pielūgsme, pielūgsmes, godināšana

λατρεία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
обожување, обожавање, поклонуваат, богослужба, богослужење

λατρεία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cult, închinare, închinarea, închinării, de închinare

λατρεία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bogoslužje, čaščenje, worship, čaščenja, častili

λατρεία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
uctievanie, uctievania, uctievaniu, uctievaní

Στατιστικά δημοτικότητας: λατρεία

Τυχαίες λέξεις