Lauschen στα ελληνικά
Μετάφραση: lauschen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αφουγκράζομαι, κρυφακούω, ακούω, ωτακουστώ, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anekdotenhafte στα ελληνικά - ανέκδοτα, ανέκδοτες, ανεπίσημα, ανεκδοτικά, αποσπασματικά
- außenseiter στα ελληνικά - ξένος, αλλοδαπός, αουτσάιντερ, ξένο, outsider, παρείσακτη
- brückenköpfe στα ελληνικά - κεφάλια, κεφαλές, επικεφαλής, τα κεφάλια, κεφαλών
- bucht στα ελληνικά - κόλπος, κόλπο, κόλπου, όρμο, όρμου
Τυχαίες λέξεις
Lauschen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αφουγκράζομαι, κρυφακούω, ακούω, ωτακουστώ, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε
Μεταφράσεις: αφουγκράζομαι, κρυφακούω, ακούω, ωτακουστώ, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε