Λέξη: βασιλικός
Σχετικές λέξεις: βασιλικός
βασιλικός θα γίνω, βασιλικός θεσσαλονίκη λαδαδικα, βασιλικός μεζεδοπωλείο, βασιλικός ασθένειες, βασιλικός σύρος, βασιλικός πολτός, βασιλικός πολτός apivita, βασιλικός πολτός τιμή, βασιλικός κήπος, βασιλικός πολτός παρενέργειες
Συνώνυμα: βασιλικός
ηγεμονικός, ανακτορικός
Μεταφράσεις: βασιλικός
βασιλικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
basil, regal, royal, Vassilikos, Vasilikos
βασιλικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
regio, albahaca, real, la albahaca, de albahaca, de la albahaca, basil
βασιλικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fürstlich, königlich, basilikum, Basilikum, basil
βασιλικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
basilic, royal, majestueux, le basilic, de basilic, au basilic, du basilic
βασιλικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
basilico, regale, reale, regio, di basilico, il basilico, basil, del basilico
βασιλικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
real, manjericão, basil, da manjericão, de manjericão, basílio
βασιλικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vorstelijk, koninklijk, basilicum, bazielkruid, basil
βασιλικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
королевский, пергамент, базилик, царственный, грань, царский, василий, Василий, базилика, Василия, базиликом
βασιλικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kongelig, basilikum, Basilios, basil, av Basil
βασιλικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kunglig, basilika, basil, basilikan, Basileios
βασιλικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
keisarillinen, kuninkaallinen, basilika, basil, basilikaa, basilikan, basilikalla
βασιλικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kongelig, basilikum, Basil
βασιλικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bazalka, královský, Basil, bazalkou, bazalky, bazalkovým
βασιλικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bombramżagiel, koronny, bazylia, królewski, wspaniały, basil, Bazyli, bazylii, Bazylego
βασιλικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fejedelmi, bazsalikom, bazsalikomos, bazsalikommal, bazsalikomot, a bazsalikom
βασιλικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
fesleğen, Basil, fesleğenli, reyhan
βασιλικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вернутись, грань, королівський, вернутися, повернутися, повернутись, пергамент, базилік, васильок
βασιλικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fisnik, borzilok, Basil, Vasili, borzilok të, borziloku
βασιλικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
босилек, Василий, Базил, босилека, босилекът
βασιλικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
базілік, базылік, базіліка, базылікі
βασιλικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kuninglik, basiilik, Basil, basiiliku, basiilikut, basiilikuga
βασιλικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kraljevski, kraljevih, sjajan, veličanstven, carski, bosiljak, Basil, bosiljka, Bazilije, bosiljkom
βασιλικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Basil, basilikum, skinku
βασιλικός στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
regius, regalis
βασιλικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bazilikas, bazilikų, baziliko, Basil, bazilikai
βασιλικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
karalisks, baziliks, Basil, bazilika, baziliku, parastais baziliks
βασιλικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
босилек, босилок, Василиј, босилокот, Васил
βασιλικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
regal, busuioc, Vasile, Basil, busuiocul, de busuioc
βασιλικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bazilika, bazilike, baziliko, basil, bosiljak
βασιλικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bazalka, vznešený, basil
Στατιστικά δημοτικότητας: βασιλικός
Τυχαίες λέξεις