Legitimation στα ελληνικά
Μετάφραση: legitimation, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κύρος, εξουσία, αυθεντία, νομιμοποίηση, νομιμοποίησης, νομιμότητας, τη νομιμοποίηση, νοιοποίηση
Μεταφράσεις
- abnormalität στα ελληνικά - ανωμαλία, ανωμαλίας, ανωμαλίες, διαταραχή, ανωμαλιών
- auftragen στα ελληνικά - διδάσκω, ισχύουν, εφαρμόζονται, εφαρμόζεται, εφαρμογή, εφαρμόζουν
- dramen στα ελληνικά - Δράμας, δράματα, τα δράματα, δραμάτων, δράματος
- dummdreist στα ελληνικά - αναιδής, θρασύς, ιταμός
Τυχαίες λέξεις
Legitimation στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κύρος, εξουσία, αυθεντία, νομιμοποίηση, νομιμοποίησης, νομιμότητας, τη νομιμοποίηση, νοιοποίηση
Μεταφράσεις: κύρος, εξουσία, αυθεντία, νομιμοποίηση, νομιμοποίησης, νομιμότητας, τη νομιμοποίηση, νοιοποίηση