Λέξη: ακροατήριο
Σχετικές λέξεις: ακροατήριο
φανταστικό ακροατήριο, ακροατήριο συνώνυμα, ακροατήριο κανείς, ακροατήριο δικαστηρίου, διττό ακροατήριο
Συνώνυμα: ακροατήριο
ακρόασις, παρουσία, ακολουθία
Μεταφράσεις: ακροατήριο
ακροατήριο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
audience, the audience, audience of, audiences, hearing
ακροατήριο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
auditorio, audiencia, público, la audiencia, audiencias
ακροατήριο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
publikum, zielgruppe, zuhörerschaft, audienz, Publikum, Zuhörer, Zuschauer, Audienz, Publikums
ακροατήριο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
audience, auditoire, spectateurs, assistance, public
ακροατήριο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
uditorio, udienza, pubblico, audience, spettatori, pubblico di
ακροατήριο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
audiência, ouvintes, audiências, público, platéia
ακροατήριο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toehoorders, auditorium, publiek, audiëntie, gehoor, hoorders, audience
ακροατήριο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
аудиенция, слушатель, аудитория, звуковой, публика, аудитории, зрители, аудиторию
ακροατήριο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
publikum, målgruppen, målgruppe, salen
ακροατήριο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
audiens, publik, publiken, målgrupp, åhörarna
ακροατήριο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tapaaminen, katsojat, audienssi, kuulijakunta, yleisö, yleisön, yleisölle, yleisöä, audience
ακροατήριο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
publikum, målgruppe, tilhørerne, publikums
ακροατήριο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obecenstvo, publikum, slyšení, posluchačstvo, audience, diváci, publika
ακροατήριο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
publika, publiczność, audiencja, odbiorca, posłuchanie, audytorium, oglądalność, widownia, publiczności
ακροατήριο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hallgatóság, közönség, közönséget, közönségnek, a közönség
ακροατήριο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dinleyiciler, seyirci, izleyici, kitlesi, izleyiciler, kitleye
ακροατήριο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
глядачі, радіослухачі, аудиторія
ακροατήριο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
audiencë, audienca, audience, Publiku, audiencën
ακροατήριο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
публика, аудиенция, аудитория, публиката, аудиторията
ακροατήριο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аўдыторыя
ακροατήριο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kuulajaskond, audients, publik, publiku, publikule, publikut, vaatajaskonna
ακροατήριο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
publika, slušaoci, slušanje, publiku, publike, publici, publika je
ακροατήριο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hlustendur, áhorfendur, áheyrendur, markhóp, áhorfenda, áhorfendum
ακροατήριο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
auditorija, publika, auditoriją, auditorijos, žiūrovai
ακροατήριο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
auditorija, audience, publika, skatītāji, klausītāji
ακροατήριο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
публика, публиката, на публиката, група, audience
ακροατήριο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
audienţă, auditoriu, audiență, public, publicul, audienta, audiența
ακροατήριο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
občinstvo, publika, občinstva, audience, publiko
ακροατήριο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
publikum, diváci, obecenstvo
Τυχαίες λέξεις