Λέξη: περιεργάζομαι

Σχετικές λέξεις: περιεργάζομαι

περιεργάζομαι συνώνυμα, περιορίζομαι συνώνυμα, περιεργάζομαι συνώνυμο

Συνώνυμα: περιεργάζομαι

εξετάζω, ανασηκώνω, ανοίγω με μοχλόν, αποσπώ, κοιτάζω εκ του πλησίον, προβάλλω, φαίνομαι

Μεταφράσεις: περιεργάζομαι

περιεργάζομαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
peer, pry

περιεργάζομαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
par, palanca, de palanca, pry, la palanca, de la palanca

περιεργάζομαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
seinesgleichen, gleichrangiger, gleichrangige, peer, Brech, Stemmeisen, pry, hebeln, Hebel

περιεργάζομαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
personne, plat, égal, pair, ras, levier, pry, biche

περιεργάζομαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
leva, pry, di leva, della leva, curiosare

περιεργάζομαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
par, alavanca, pry, de alavanca, usurpação, alavanca de

περιεργάζομαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanstaren, staren, loeren, pry, wrikken, peutergereedschap, een pry

περιεργάζομαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
присматриваться, проглядывать, заглядывать, показываться, ровня, всматриваться, пэр, вглядываться, выглядывать, подглядывать, Подденьте, монтировку, вырвать, совать нос

περιεργάζομαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lirke, snuse, Lirk, Pry, bryte

περιεργάζομαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pry, Bänd, bryt, bända, Bänd bort

περιεργάζομαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yhdenvertainen, pääri, tiirailla, yhdenveroinen, urkkia, Kankea, Pry, Väännä, ruuvimeisseliä tai

περιεργάζομαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lirke, Pry, Lirk, snuse, snage

περιεργάζομαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rovný, osoba, slídit, Par, PRY, strkat nos, pátrat

περιεργάζομαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
równoprawność, równorzędność, opinia, para, wyzierać, patrzenie, wygląd, papuga, przyglądać, rówieśnik, wyważać, pry, Podważ, podejrzeć, gmerać

περιεργάζομαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kíváncsiskodik, feszítse, kíváncsiskodó, felnyit, kandikál

περιεργάζομαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gözetlemek, kaldıraç, manivela, burnunu sokmak, dikizlemek

περιεργάζομαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рівний, пер, переглядати, удивлятися, вдивлятися, підглядати, підглядають

περιεργάζομαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kureshtje, fus hundët, kureshtar, bëj levë, fut hundët

περιεργάζομαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
надничам, надзъртам, отлепвам, измъквам, лостовия

περιεργάζομαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
падглядваць, подглядывать, падглядаць

περιεργάζομαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
võrdne, piiluma, kangutusvahendi, piidlema, piilumine, nina toppima

περιεργάζομαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
jednakovrijedan, lord, zabadati nos, zagledati, Podignite, Izdignite, radoznalac

περιεργάζομαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
pry

περιεργάζομαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
smalsauti, kelti svertu, laužtuvas, kaišioti nosį, kišti nosį

περιεργάζομαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pry, izspiediet, izspiediet lampas

περιεργάζομαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
душкало, надничам

περιεργάζομαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
desface, trageți, Desprindeți, Pry, Faceți pârghie

περιεργάζομαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kolega, Radoznalac, PRY, Zabadati nos

περιεργάζομαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kolega, sliediť, špehovať, snoriť
Τυχαίες λέξεις