Leichtfertigkeit στα ελληνικά
Μετάφραση: leichtfertigkeit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμελώ, επιπολαιότητα, αμέλεια, ελαφρότητα, την ελαφρότητα, ελαφρότητας, ανύψωσης του
Μεταφράσεις
- abwandeln στα ελληνικά - παραλλάζω, ποικίλλω, τροποποιήσει, να τροποποιήσει, τροποποιούν, τροποποιήσετε, τροποποιήσουν
- besatzung στα ελληνικά - πλήρωμα, πληρώματος, του πληρώματος, το πλήρωμα, πληρωμάτων
- betriebsunfähig στα ελληνικά - μη χειρουργήσιμος, εκτός λειτουργίας, ακατάλληλο για χρήση, ακατάλληλο, μη λειτουργική
- damm στα ελληνικά - όχθη, ανάχωμα, τράπεζα, φράγμα, τάφρος, κράσπεδο, φραγμός, ...
Τυχαίες λέξεις
Leichtfertigkeit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμελώ, επιπολαιότητα, αμέλεια, ελαφρότητα, την ελαφρότητα, ελαφρότητας, ανύψωσης του
Μεταφράσεις: αμελώ, επιπολαιότητα, αμέλεια, ελαφρότητα, την ελαφρότητα, ελαφρότητας, ανύψωσης του