Λέξη: ειρηνικός
Σχετικές λέξεις: ειρηνικός
ειρηνικός hall, ειρηνικός ωκεανός όνομα, ειρηνικός μάλαμας, ειρηνικός πολεμιστής, ειρηνικός ωκεανός μυθολογία, ειρηνικός πολεμιστής βιβλίο, ειρηνικός πλατής, ειρηνικός παιάνας, βόρειος ειρηνικός, ειρηνικός ωκεανός
Συνώνυμα: ειρηνικός
φιλειρηνικός, γαλήνειος
Μεταφράσεις: ειρηνικός
ειρηνικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pacific, peaceful, peace, the Pacific, at peace
ειρηνικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pacífico, Pacífico, pacífica, el Pacífico, del Pacífico, pacific
ειρηνικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pazifisch, pazifik, friedliebend, friedfertig, friedlich, Pazifik, pacific, pazifischer, pazifischen, pazifische
ειρηνικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rassis, doux, tempéré, paisible, calme, tranquille, placide, pacifique, Pacifique, du Pacifique, pacific, pacifiques
ειρηνικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pacifico, Pacifico, Pacific, pacifica, del Pacifico
ειρηνικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pacífico, ritmo, pacato, Pacific, do Pacífico, pacífica
ειρηνικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
Stille Oceaan, vreedzaam, Stille Zuidzee, Grote Oceaan, Pacific
ειρηνικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
спокойный, мирно, миролюбивый, мирный, тихий, тихий океан, тихоокеанский, Тихого океана, тихоокеанский регион
ειρηνικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fredelig, pacific, Stillehavet, stillehavs, Fra Stillehavs
ειρηνικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fredlig, pacific, stillahavs, stilla, fridsam, stillahavs-
ειρηνικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tyynimeri, sopuisa, Tyynenmeren, pacific, ja Tyynenmeren, tyynenmeren alueella, Tyynenmeren alue
ειρηνικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pacific, Stillehavet, Stillehav, Stillehavsområdet, fredelig
ειρηνικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pokojný, mírový, mírumilovný, Pacifik, pacific, tichý
ειρηνικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pacyficzny, pokojowy, spokojny, domowy, Pacyfik, pacific
ειρηνικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nyugalmas, békés, csendes-óceáni, Pacific, békebarát
ειρηνικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
barışçı, Pasifik, Pacific, Pasifik Avrupa, barışçıl
ειρηνικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
миролюбний, мирний, спокійний, тихий, легкий, тихе, слабкий, тиха
ειρηνικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i qetë, qetë, Paqësorit, paqësor, pacific
ειρηνικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мирния, тихоокеански, Тихоокеанския басейн, мирен, тих, миролюбив
ειρηνικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ціхі, лёгкі, слабы, умераны
ειρηνικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
Vaikne ookean, Vaikse ookeani, pacific, Vaikse ookeani piirkonna, Vaikse ookeani piirkonna riikide
ειρηνικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
miran, tihooceanski, krotak, pomirljiv, smiren, pacifički, Pacific, na Tihi ocean, Tihi ocean, Pacifik
ειρηνικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Pacific, friðsamleg, Kyrrahafi, Kyrrahaf
ειρηνικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Ramiojo vandenyno, pacific, ramusis, Ramiojo vandenyno dalies, taikus
ειρηνικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
miermīlīgs, Klusā okeāna, miera, pacific, Klusā okeāna reģionā
ειρηνικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Пацифик, пацифичкиот, Пацификот, пацифички, Тихиот
ειρηνικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pacific, Pacificul, Pacificul de, din Pacific, din Pacificul
ειρηνικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pacific, pacifiški, pacifiške, Pacifiku, miroljubna
ειρηνικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pokojný, pacifický, Pacifik, Tichomorie, pacific, Pacifik Všetky
Τυχαίες λέξεις