Leuchtkraft στα ελληνικά

Μετάφραση: leuchtkraft, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξανθός, ανάβω, φωτίζω, φωτερός, φωτεινότητα, φωτεινότητας, τη φωτεινότητα, η φωτεινότητα, λαμπρότητα
Leuchtkraft στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • beschwichtigend στα ελληνικά - καθησυχαστικός, καθησυχαστικές, συμφιλιωτικός, κατευναστικός
  • blaustrumpf στα ελληνικά - γυναίκα διανοούμενη, λόγια γυνή, διανοούμενη
  • circa στα ελληνικά - για, περί, περίπου, προσέγγιση, κατά προσέγγιση, περίπου το, σχεδόν
  • dickenhobelmaschine στα ελληνικά - πάχος, πάχους, το πάχος, πάχος του, του πάχους
Τυχαίες λέξεις
Leuchtkraft στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξανθός, ανάβω, φωτίζω, φωτερός, φωτεινότητα, φωτεινότητας, τη φωτεινότητα, η φωτεινότητα, λαμπρότητα