Λέξη: υπερπληθυσμός
Σχετικές λέξεις: υπερπληθυσμός
υπερπληθυσμός και περιβάλλον, υπερπληθυσμός φυλακών, υπερπληθυσμός της γης, υπερπληθυσμός των φυλακών, ινδία υπερπληθυσμός, κίνα υπερπληθυσμός, υπερπληθυσμός στις φυλακές
Μεταφράσεις: υπερπληθυσμός
υπερπληθυσμός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
overpopulation, overspill, overcrowding
υπερπληθυσμός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
superpoblación, sobrepoblación, la superpoblación, la sobrepoblación, exceso de población
υπερπληθυσμός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
übervölkerung, Überbevölkerung, Übervölkerung, Bevölkerung, die Überbevölkerung
υπερπληθυσμός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
surpeuplement, surpopulation, la surpopulation, le surpeuplement, de surpopulation
υπερπληθυσμός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sovrappopolazione, la sovrappopolazione, sovrapopolazione, sovrappopolamento, della sovrappopolazione
υπερπληθυσμός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
superpopulação, overpopulation, a superpopulação, sobrepopulação, da superpopulação
υπερπληθυσμός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
overbevolking, de overbevolking, overpopulatie
υπερπληθυσμός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
перенаселенность, перенаселённость, перенаселение, перенаселения, перенаселенности, переполненность
υπερπληθυσμός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
befolkning, overbefolkning, overpopulation, overbefolkningen, population
υπερπληθυσμός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
överbefolkning, overpopulation, överbefolkningen, befolkningen, överbefolknings
υπερπληθυσμός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
liikakansoitus, ylikansoituksen, ylikansoitus, ylikansoituksesta, ylikansoittuminen
υπερπληθυσμός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
overbefolkning, overbefolkningen, overfyldte, overpopulation, overbelægning
υπερπληθυσμός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přelidnění, přemnožení, přelidněnost, overpopulation, přemnožení spárkaté
υπερπληθυσμός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przeludnienie, przeludnienia, przeludnieniem, overpopulation, przeludnieniu
υπερπληθυσμός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
túlnépesedés, a túlnépesedés, túlnépesedése, túlnépesedésre, túlnépesedéssel
υπερπληθυσμός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aşırı nüfus, overpopulation, Nüfus artışı, nüfus fazlalığı, nüfus patlaması
υπερπληθυσμός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перенаселеність, перенаселення, перенаселеності
υπερπληθυσμός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mbipopullim, mbipopullimi, mbipopullimit, mbipopullimi që vërehet, mbipopullimi i
υπερπληθυσμός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пренаселеност, пренаселване, пренаселеността, пренаселването, свръхнаселеността
υπερπληθυσμός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
перанаселенасць, перанаселенасьць
υπερπληθυσμός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ülerahvastus, liigasustatus, ülerahvastatuse, ülerahvastatus, üleasustamise
υπερπληθυσμός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prenaseljenost, prenapučenost, je prenapučenost
υπερπληθυσμός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
overpopulation
υπερπληθυσμός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gyventojų perteklius, didelis gyventojų, per didelis gyventojų, didelis gyventojų skaičius, per didelis gyventojų skaičius
υπερπληθυσμός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pārapdzīvotība, pārapdzīvotību
υπερπληθυσμός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пренаселеност, пренаселеноста, пренаселување
υπερπληθυσμός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
suprapopularea, suprapopulare, suprapopulării, suprapopularii, suprapopulație
υπερπληθυσμός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prenaseljenost, prenaseljenosti, naseljenost, preobljudenost, večja naseljenost
υπερπληθυσμός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
preľudnenie, preľudnenia, preľudneniu, masovosť, rozptylu sídelnej štruktúry
Τυχαίες λέξεις