Liefern στα ελληνικά
Μετάφραση: liefern, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρέχω, προμήθεια, καθιστώ, κάνω, παροχή, προσφέρω, προμηθεύω, προνοώ, χορήγηση, επιπλώνω, παρέχουν, παρέχει, να παρέχουν, παράσχει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- betreffs στα ελληνικά - σχετικά με, σχετικά, όσον αφορά, αφορούν, αφορά
- bikarbonat στα ελληνικά - διττανθρακικό, όξινο ανθρακικό, όξινο, διττανθρακικού, όξινου ανθρακικού
- dreieckige στα ελληνικά - τριγωνικός, τριγωνικό, τριγωνική, τριγωνικού, τριγωνικές
Τυχαίες λέξεις
Liefern στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρέχω, προμήθεια, καθιστώ, κάνω, παροχή, προσφέρω, προμηθεύω, προνοώ, χορήγηση, επιπλώνω, παρέχουν, παρέχει, να παρέχουν, παράσχει
Μεταφράσεις: παρέχω, προμήθεια, καθιστώ, κάνω, παροχή, προσφέρω, προμηθεύω, προνοώ, χορήγηση, επιπλώνω, παρέχουν, παρέχει, να παρέχουν, παράσχει