Liquidieren στα ελληνικά
Μετάφραση: liquidieren, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκκαθαρίζω, ρευστοποιώ, ρευστοποιήσει, ρευστοποίηση, ρευστοποίησης, εκκαθαρίσει, την εκκαθάριση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- adrenalin στα ελληνικά - αδρεναλίνη, αδρεναλίνης, η αδρεναλίνη, την αδρεναλίνη, της αδρεναλίνης
- arbeitslosen στα ελληνικά - άνεργος, ανέργων, άνεργοι, ανέργους, άνεργους
- autismus στα ελληνικά - αυτισμό, αυτισμού, αυτισμός, τον αυτισμό, ο αυτισμός
- bigamisten στα ελληνικά - δίγαμος
Τυχαίες λέξεις
Liquidieren στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκκαθαρίζω, ρευστοποιώ, ρευστοποιήσει, ρευστοποίηση, ρευστοποίησης, εκκαθαρίσει, την εκκαθάριση
Μεταφράσεις: εκκαθαρίζω, ρευστοποιώ, ρευστοποιήσει, ρευστοποίηση, ρευστοποίησης, εκκαθαρίσει, την εκκαθάριση