Λέξη: θυγατρική

Σχετικές λέξεις: θυγατρική

θυγατρική εταιρεία στα αγγλικά, θυγατρική οτε, θυγατρική στα αγγλικά, θυγατρική michelin, θυγατρική ορισμός, θυγατρική continental, θυγατρική εταιρεία, θυγατρική αποκλειστικής ιδιοκτησίας, θυγατρική αντίγραφο, θυγατρική εταιρεία ορισμός

Συνώνυμα: θυγατρική

εταιρία υπό ξένη κυριότητα, δευτερεύων

Μεταφράσεις: θυγατρική

θυγατρική στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
subsidiary, a subsidiary, subsidiary of, affiliate, the subsidiary

θυγατρική στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
filial, subsidiario, subsidiaria, filial de, subsidiaria de

θυγατρική στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zusätzlich, tochtergesellschaft, ergänzend, filiale, tochterunternehmen, zweigbetrieb, nebenstelle, Tochtergesellschaft, Tochter, Tochterunternehmen

θυγατρική στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
supplémentaire, additif, succursale, effondrement, subordonné, adjoint, secondaire, annexe, complémentaire, accessoire, filiale, assistant, subsidiaire, additionnel, auxiliaire, affaissement, filiale à, filiale de, la filiale

θυγατρική στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
accessorio, filiale, sussidiario, controllata, sussidiaria, società controllata

θυγατρική στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acessório, filial, anexo, secundário, subsidiário, subsidiária, controlada

θυγατρική στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
secundair, bijkomstig, bijkomend, bijbehorend, aanhangsel, dochteronderneming, dochtermaatschappij, filiaal, dochterbedrijf, dochtervennootschap

θυγατρική στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
разменный, вспомогательный, второстепенный, подсобный, добавочный, помощник, дополнительный, филиал, дочерняя компания, дочерняя, дочерней, дочернее

θυγατρική στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ekstra, datterselskap, datterselskapet, datter

θυγατρική στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
biträdande, dotterbolag, dotterbolaget, dotterföretag, dotter, subsidiärt

θυγατρική στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
toissijainen, tytäryhtiö, tytäryhtiön, tytäryritys, tytäryhtiölle, toissijaista

θυγατρική στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
datterselskab, datterselskabet, subsidiær, dattervirksomhed

θυγατρική στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
druhotný, podpůrný, pobočka, podružný, dodatečný, doplňující, vedlejší, přidělený, pomocný, dceřiný, dceřiná, dceřiná společnost

θυγατρική στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
oddział, dodatkowy, zależny, podjazdowy, drugorzędny, filia, pomocnik, pomocniczy, zależna, spółka zależna, zależną, spółką zależną

θυγατρική στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
leányvállalat, leányvállalata, kiegészítő, leányvállalatot, leányvállalatának

θυγατρική στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şube, bağlı, iştiraki, bağlı ortaklığı, yan kuruluşu, bağlı kuruluşu

θυγατρική στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підсобний, допоміжний, додатковий, помічник, філія, філіал, філію, филиал, філії

θυγατρική στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndihmës, degë, filial, degë në, filiali

θυγατρική στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
филиал, дъщерно дружество, дъщерно, дъщерно предприятие, субсидиарна

θυγατρική στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
філіял, філія

θυγατρική στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tütarettevõte, tütarettevõtja, tütarettevõtte, täiendava, tütarettevõtjale

θυγατρική στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
podružnicu, podružnica, podružnice, kći, ovisno društvo, kćer

θυγατρική στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dótturfélag, dótturfyrirtæki, dótturfélags, dótturfélagi, dótturfÃ

θυγατρική στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
filialas, dukterinė bendrovė, papildomas, dukterinė, dukterinė įmonė

θυγατρική στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
filiāle, meitas, meitasuzņēmums, meitas sabiedrība, meitas uzņēmums

θυγατρική στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
подружница, подружницата, супсидијарна, помошни, подружница на

θυγατρική στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
filială, filiala, subsidiară, filialei, subsidiara

θυγατρική στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
hčerinska družba, hčerinsko, hčerinska, hčerinsko podjetje, podružnica

θυγατρική στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
druhotný, pobočka, dcérsky, dcérska, dcérsku, dcérske, dcérskym
Τυχαίες λέξεις