Lotsen στα ελληνικά

Μετάφραση: lotsen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιλότος, πιλοτάρω, οδηγός, καθοδηγήσει, καθοδηγούν, καθοδήγηση, καθοδηγήσουν
Lotsen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • auszeichnend στα ελληνικά - Τιμολόγηση, τιμολόγησης, την τιμολόγηση, Pricing, καθορισμό των τιμών
  • baugrund στα ελληνικά - κτίριο, Οικοδομικά, Οικοδομικές, Building, Κτιρίων
  • bedienungsmaßnahme στα ελληνικά - δράση, αγωγή, διάβημα, επενέργεια, εύκολο να μετρηθεί, εύκολο να μετρηθούν, εύκολη η μέτρησή της, ...
Τυχαίες λέξεις
Lotsen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιλότος, πιλοτάρω, οδηγός, καθοδηγήσει, καθοδηγούν, καθοδήγηση, καθοδηγήσουν