Λέξη: λικνίζω
Συνώνυμα: λικνίζω
λικνίζομαι, κουνώ
Μεταφράσεις: λικνίζω
λικνίζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rock, cradle
λικνίζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
risco, sacudir, roca, cálculo, escollo, rock, de rock, la roca, piedra
λικνίζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stein, felsen, fels, rochen, wiegen, geldstück, dollar, schaukeln, gestein, Rock, Felsen, Fels, Stein, Gestein
λικνίζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
balancer, secouer, roc, bouleverser, rock, récif, calcul, roche, agiter, pierre, écueil, brimbaler, rupestre, dandiner, ébranler, dodeliner, rocher, roches
λικνίζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sasso, dondolare, rupe, pietra, roccia, cullare, masso, macigno, rock, di roccia, rocce, della roccia
λικνίζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rochedo, pedras, pedra, robô, rocha, de rock, da rocha, de rocha
λικνίζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rots, rotsblok, steen, balanceren, gesteente, Rock, rotsen
λικνίζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
баюкать, булыжник, покачиваться, раскачивать, рок, убаюкивать, трясти, качнуться, гибралтар, покачаться, утес, скала, камень, качаться, покачать, утёс
λικνίζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fjell, klippe, stein, bergart, berg, rocke
λικνίζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
klippa, vagga, sten, berg, gunga, berget
λικνίζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
keinuttaa, tuutia, kallio, paasi, heilunta, keinunta, huojua, kivi, rock, kiven, kallion
λικνίζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
klippe, sten, Rock, klippen, til Rock
λικνίζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
viklat, houpat, úskalí, klátit, útes, kamínek, skalisko, hornina, balvan, kámen, skála, rock, skále, skalní, rocková
λικνίζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
opoka, huśtać, zachybotać, głaz, kamień, kołysać, rozbujać, rock, chybotać, skała, bujać, wstrząsać, skalny, rocka
λικνίζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ékszer, rockzene, szikla, sziklára, rock, kőzet, kő
λικνίζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
taş, kayaç, kaya, Rock, Rok
λικνίζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
єпископ, юрма, множину, рок, доля
λικνίζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përkund, tund, shkëmb, rok, shkëmbi, kështjella, gur
λικνίζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
камък, скала, рок, скално, скален
λικνίζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
камень, рок
λικνίζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kalju, kiigutama, salk, jäätükk, kari, rokk, kivi, Rock, kivim
λικνίζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
žila, naslaga, stijena, kamen, stijene, stijenu, rocka
λικνίζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bjarg, klettur, berg, drangur, rokk, Rock, steinn, bjargi
λικνίζω στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
silex
λικνίζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
uola, rokenrolas, akmuo, rokas, rock, roko, uolienų
λικνίζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
klints, akmens, rokenrols, iezis, rock, klinšu
λικνίζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
рок, карпа, камен, карпи
λικνίζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
piatră, stâncă, rocă, de rock, piatra
λικνίζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
skála, skala, kamen, rocka, kamnine, kamnin
λικνίζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rockový, rock
Τυχαίες λέξεις