Λέξη: μονή

Σχετικές λέξεις: μονή

μονή πεντέλης, μονή βλατάδων, μονή αρκαδίου, μονή πετράκη, μονή καισαριανής, μονή ιβήρων, μονή λαζαριστών, μονή οσίου λουκά, μονή της χώρας, μονή δαφνίου

Συνώνυμα: μονή

αβαείο, μοναστήρι, ηγουμενείο, αββατείο, κοινόβιο

Μεταφράσεις: μονή

μονή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
nunnery, abbey, single, monastery, Moni, monastery of

μονή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
convento, abadía, la abadía, abadía de, abacial, abbey

μονή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
frauenkloster, abtei, nonnenkloster, Abtei, Kloster

μονή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
abbaye, monastère, couvent, Abbey, abbatiale, abbaye de, l'abbaye

μονή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
abbazia, badia, dell'abbazia, abbaziale, abbey, all'abbazia

μονή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abadia, Abbey, abadia de, mosteiro, da abadia

μονή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
abdij, Abbey, abdij van, de abdij, De Abdij van

μονή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
аббатство, монастырь, монахиня, аббат, Abbey, аббатства, аббатством

μονή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
abbedi, kloster, klosteret, abbey, klosterkirke

μονή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kloster, klostret, abbey, abbeyen

μονή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
luostari, apottiluostari, nunnaluostari, luostarikirkko, luostariolut, Abbey, luostarin

μονή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
abbedi, Abbey, kloster, klosteret, klostret

μονή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
opatství, Abbey, klášter, klášterní

μονή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
klasztor, opactwo, opactwa, abbey, sakralne

μονή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
apátság, apácazárda, kolostor, apátsági, apátságot, abbey, apátságban

μονή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
manastır, abbey, Sinagog, The Abbey, Manastırı

μονή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
абатство, монастир, аббатство, абатства

μονή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kishë, abaci, abbey

μονή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
абатство, Abbey, Аби, Манастир, абатството

μονή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абацтва, абацтва ў, абацтве

μονή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
klooster, kloostrikirik, Abbey, kloostrist, kloostri-

μονή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
opatija, manastir, katedrala, samostan, Abbey, opatije, Samostan, opatiji

μονή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
klaustri, Abbey, klaustrið, klaustur

μονή στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
abbatia

μονή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vienuolynas, abatija, Abbey, vienuolyno, opactwo

μονή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
klosteris, abatija, Abbey, klostera

μονή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
опатија, опатијата, Abbey, Аби

μονή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mănăstire, abație, Abbey, manastire, abația

μονή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
abbey, opatija, samostan, opatijo, Samostanu

μονή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
opátstva, opátstvo, opátstve, Abbey, opátstvu

Στατιστικά δημοτικότητας: μονή

Τυχαίες λέξεις