Müde στα ελληνικά
Μετάφραση: müde, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δέρνω, εξαντλημένος, νεκρός, κουρασμένος, νικώ, νυσταγμένος, πεθαμένος, χτυπώ, κουρασμένοι, κουραστεί, κουρασμένη, κουρασμένα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ablaufen στα ελληνικά - προβαίνω, προχωρώ, τρέξιμο, κίνηση, κίνηση από, επιχείρηση, τρέχει
- alarmsignal στα ελληνικά - άγρυπνος, σήμα συναγερμού, σήματος συναγερμού, ήχο ξυπνητηριού, σήμα κινδύνου, το σήμα συναγερμού
- ansprüche στα ελληνικά - αξιώσεις, ισχυρισμοί, απαιτήσεων, απαιτήσεις, ισχυρισμούς
- bewuchsmerkmal στα ελληνικά - χαρακτηριστικό, λειτουργία, δυνατότητα, χαρακτηριστικό γνώρισμα, το χαρακτηριστικό
Τυχαίες λέξεις
Müde στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δέρνω, εξαντλημένος, νεκρός, κουρασμένος, νικώ, νυσταγμένος, πεθαμένος, χτυπώ, κουρασμένοι, κουραστεί, κουρασμένη, κουρασμένα
Μεταφράσεις: δέρνω, εξαντλημένος, νεκρός, κουρασμένος, νικώ, νυσταγμένος, πεθαμένος, χτυπώ, κουρασμένοι, κουραστεί, κουρασμένη, κουρασμένα