Λέξη: απόξεση
Σχετικές λέξεις: απόξεση
απόξεση μήτρας πως γινεται, απόξεση αίμα, απόξεση κόστος, απόξεση μήτρας βιντεο, απόξεση πολύποδα, απόξεση ούλων, απόξεση μητρας μετα απο αποβολη, απόξεση εμβρύου, απόξεση μήτρας κοστος, απόξεση μήτρας
Συνώνυμα: απόξεση
ξύσιμο, αμηχανία, ξύση, τριβή, εκτριβή, γδάρσιμο, αποξύρηση, εκδορά
Μεταφράσεις: απόξεση
απόξεση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
abrasion, scrape, scraping, scraped, curettage
απόξεση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rozadura, abrasión, la abrasión, a la abrasión, de abrasión, desgaste
απόξεση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abschaben, abschleifen, abtragung, abnützung, abreibung, hautabschürfung, abschleifung, abnutzung, abrieb, ausschabung, abschürfung, Abrieb, Abnutzung, Verschleiß, Abrasion
απόξεση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
écorchure, éraflure, abrasion, frottement, usure, l'abrasion, à l'abrasion
απόξεση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
abrasione, all'abrasione, abrasioni, di abrasione, l'abrasione
απόξεση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desgaste, raspadura, abrasão, à abrasão, de abrasão, a abrasão
απόξεση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schuring, slijtage, schuren, abrasie, afschuring
απόξεση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
срабатывание, выскабливание, абразия, изнашивание, трение, шлифование, царапина, стирание, истирание, износ, ссадина, снашивание, истиранию, к истиранию, ссадины, потерто и
απόξεση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
slitasje, slite, abrasjon
απόξεση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avskavning, slitning, nötning, nötnings, slit, slitage, abrasion
απόξεση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuluma, naarmu, hankautuma, hiertymä, kulutusta, hankausta, kulumista, kuluminen
απόξεση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
slid, slitage, afslidning, abrasion, slidstyrke
απόξεση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odřenina, opotřebení, oděrka, obrušování, obroušení, opotřebování, otěr, oděru, otěru
απόξεση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
abrazja, zadrapanie, ścieranie, otarcie, skrobanka, wyskrobanie, zużywanie, wytarcie, przetarcie, na ścieranie, ścierania
απόξεση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
morzsolódás, kopás, kopásálló, kopásnak, koptató, koptatás
απόξεση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aşınma, aşınmaya, aşındırma, sürtünmeyle aşınma, abrazyon
απόξεση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зношування, садно, спрацювання, зношення, знос, стирання, стиранню
απόξεση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
të konsumuarit, pastrim, konsumuarit, pastrim të, gërryerje
απόξεση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
абразия, износване, абразивно износване, на абразия, изтриване
απόξεση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ізаляцыі, сціранне
απόξεση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
marrastus, hõõrumisjälg, kulutus, hõõrdumist, abrasiooni, kriimustustele, hõõrdumisele
απόξεση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
abrazija, abraziju, na habanje, na abraziju, abrazije
απόξεση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
núningi, slit
απόξεση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
abrazija, trinčiai, dilimui, abrazyvinio dilimo, įbrėžimai
απόξεση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nobrāzums, Noberšanās, abrazīvās, nobrāzumi, abrazīvā nodiluma
απόξεση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
абразија, триење, на триење, на абразија, нагризување
απόξεση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
abraziune, la abraziune, frecare, de abraziune, abraziunii
απόξεση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
abrazijo, na obrabo, abraziji, proti obrabi, abrazija
απόξεση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
odreniny, odrenina