Λέξη: αργόσχολος

Σχετικές λέξεις: αργόσχολος

αργόσχολος ετυμολογία, αργόσχολος σημασια

Συνώνυμα: αργόσχολος

αργός, φυγόπονος, άεργος, άνεργος, οκνηρός, πλαιημπόυ, αναπασχόλητος, αδειανός, ανοίκιαστος

Μεταφράσεις: αργόσχολος

αργόσχολος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
idle, loafer, playboy, leisured, gad about

αργόσχολος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ocioso, bribón, vacío, poltrón, mocasín, haragán, holgazán, vago, loafer

αργόσχολος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
müßig, untätig, grundlos, träge, unbegründet, leerlauf, arbeitslos, faul, leerbefehl, nutzlos, Müßiggänger, Bummler, Loafer, Halbschuh

αργόσχολος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
oisif, fainéant, oiseux, badauder, chômeur, inoccupé, cagnard, inutile, vide, vain, futile, inactif, infructueux, inerte, paresseux, muser, flâneur, mocassin, loafer

αργόσχολος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pigro, inutile, ozioso, passivo, mocassino, fannullone, loafer, del fannullone, vagabondo

αργόσχολος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vadio, preguiçoso, loafer, vadia, vagabundo

αργόσχολος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lui, leegloper, loafer, de Leegloper van, van de Leegloper, van de Leegloper van

αργόσχολος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
филонить, балбесничать, незанятый, фланировать, неработающий, лентяйничать, напрасный, лодырничать, лениться, праздный, бесполезный, неиспользуемый, тщетный, простой, бесцельный, ленивый, бездельник, Loafer, лодырь, лентяй, мокасины

αργόσχολος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
doven, ørkesløs, uvirksom, dagdriver, Loafer, mokasinversjon, dagdrivermentalitet, dagdriver er

αργόσχολος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lat, loafer, dagdrivare, dagdrivaren

αργόσχολος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jouten, joutavanpäiväinen, laiska, toimeton, joutilas, tyhjäntoimittaja, Loafer, loafermallinen, loafermallinen jalkine

αργόσχολος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dagdriver, loafer, døgenigt, hyttesko

αργόσχολος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nepotřebný, planý, zahálčivý, prázdný, jalový, nečinný, nezaměstnaný, zahálet, zbytečný, povaleč

αργόσχολος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bezpodstawny, próżniaczy, gnuśny, wolny, jałowy, nieczynny, próżnować, daremny, próżny, kwasić, czczy, leniwy, wałkonić, lenić, próżniak, nierób, obibok, loafer, mokasyn

αργόσχολος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lusta, tétlen, henyélő, léhűtő

αργόσχολος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aylak, boş, işsiz, mokasen, loafer, mokasen ayakkabı, boş gezen

αργόσχολος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
непрацюючий, простій, лінивий, нероба, ледар, бездельник, гультяй, лайдак

αργόσχολος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
njeri që rri kot, vagabond

αργόσχολος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
безделник, мокасина, обувка, празноскитащ

αργόσχολος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лайдак, гультай, абібок

αργόσχολος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tühikäigul, jõude, looder, logard, paadialune, logeleja, Mokkasiini

αργόσχολος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
besposlen, lijen, besposličar, vucibatina, mokasinka, skitnica

αργόσχολος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
iðjalaus, loafer

αργόσχολος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dykūnas, valiūkas, niekdarys, pusbatis, dykinėtojas

αργόσχολος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sliņķis, slaists, klaidonis

αργόσχολος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мокасина

αργόσχολος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
neîntemeiat, haimana, loafer, vagabond, trândav

αργόσχολος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Skitnica, loafer

αργόσχολος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nečinný, nevyužitý, povaľač, sa pohovka
Τυχαίες λέξεις