Malen στα ελληνικά
Μετάφραση: malen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκιαγραφώ, βάφω, ζωγραφίζω, παρατάσσω, ανιχνεύω, ανακαλύπτω, τραβώ, γραμμή, περιγράφω, έλκω, επενδύω, επισύρω, ρυτίδα, σκιαγράφηση, διατυπώνω, ίχνος, χρώμα, μπογιά, ζωγραφίσει, ζωγραφίζει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abgefangen στα ελληνικά - υποκλαπούν, ευκολία, παρεμποδίζεται
- anarchisch στα ελληνικά - αναρχικός, αναρχική, αναρχικό, άναρχη, άναρχο
- barium στα ελληνικά - βάριο, βαρίου, του βαρίου, το βάριο
- bebende στα ελληνικά - τρόμος, τρέμουλο, τρέμει, τρέμοντας, τρεμούλιασμα
Τυχαίες λέξεις
Malen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκιαγραφώ, βάφω, ζωγραφίζω, παρατάσσω, ανιχνεύω, ανακαλύπτω, τραβώ, γραμμή, περιγράφω, έλκω, επενδύω, επισύρω, ρυτίδα, σκιαγράφηση, διατυπώνω, ίχνος, χρώμα, μπογιά, ζωγραφίσει, ζωγραφίζει
Μεταφράσεις: σκιαγραφώ, βάφω, ζωγραφίζω, παρατάσσω, ανιχνεύω, ανακαλύπτω, τραβώ, γραμμή, περιγράφω, έλκω, επενδύω, επισύρω, ρυτίδα, σκιαγράφηση, διατυπώνω, ίχνος, χρώμα, μπογιά, ζωγραφίσει, ζωγραφίζει