Λέξη: αδελφός

Σχετικές λέξεις: αδελφός

αδελφός των πλειάδων, αδελφός σαμαρά, αδελφός και σύζυγος γκιόλια δείχνουν μάκη για το φόνο του δημοσιογράφου, αδελφός ή αδερφός, αδελφός άδωνι, αδελφός του ηλία κασιδιάρη, αδελφός παντελίδη, αδελφός άννα, αδερφός σάκη ρουβά, αδελφός μενεγάκη

Συνώνυμα: αδελφός

αδερφός

Μεταφράσεις: αδελφός

αδελφός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
brother, brother of, a brother

αδελφός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hermano, el hermano, hermano de

αδελφός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kumpel, partner, kamerad, kumpan, bruder, freund, Bruder, Bruders

αδελφός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
collègue, camarade, frangin, partenaire, frère, compagnon, copain, le frère, frères, beau

αδελφός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fratello, il fratello, fratello di, fratelli

αδελφός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
camarada, companheiro, irmão, o irmão, brother, irmăo

αδελφός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kornuit, broer, makker, maat, broeder, kameraad, broertje, broer van

αδελφός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
земляк, брат, побратим, коллега, приятель, братец, товарищ, собрат, брата, братом, брату

αδελφός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bror, broren, Brother, brors

αδελφός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bror, broder, brodern, brors

αδελφός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
veli, broidi, velimies, veikko, kamu, Brother, veljensä, Brotherin

αδελφός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bror, broder, Brother, Broder

αδελφός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bratr, bratra, bratrem, bratře, brácha

αδελφός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
brat, szwagier, braciszek, brata, bratem, bracie

αδελφός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
öcs, fiútestvér, testvér, testvére, bátyja, testvérem, bátyám

αδελφός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
birader, kardeş, kardeşi, kardeşim, erkek kardeşi, kardeşin

αδελφός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пане-брате, друже-брате, побратим, колега, земляк, брат, брате, брата

αδελφός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vëlla, vëllai, vëllai i, vëllanë, vëllanë e

αδελφός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
брат, брата, на брат, братко

αδελφός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
брат, браце

αδελφός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vend, venna, venda, vennale

αδελφός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
redovnik, brat, brata, je brat, bratu, brate

αδελφός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bróðir, bróður

αδελφός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
frater

αδελφός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bičiulis, brolis, brolį, brolio, broliui

αδελφός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
draugs, brālis, biedrs, brāli, brālim, brāļa

αδελφός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
братот, брат, братот на, брата

αδελφός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
frate, prieten, fratele, fratelui, pe fratele

αδελφός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
brat, brata, brat je, bratom

αδελφός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
brat, brata, bratom

Στατιστικά δημοτικότητας: αδελφός

Τυχαίες λέξεις