Moder στα ελληνικά

Μετάφραση: moder, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μούχλα, πρέπει, μούστος, περονόσπορος, ωίδιο, το ωίδιο, μούχλας
Moder στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abwerten στα ελληνικά - υποτιμήσουν, υποτιμήσει, υποτιμούν, να υποτιμήσει, υποτιμήσουν το
  • anbetung στα ελληνικά - λατρεία, λατρείας, τη λατρεία, η λατρεία, της λατρείας
  • archäologisches στα ελληνικά - αρχαιολογικός, αρχαιολογικό, αρχαιολογικά, αρχαιολογικούς, αρχαιολογικών
  • bandbreite στα ελληνικά - φάσμα, εύρος ζώνης, το εύρος ζώνης, εύρους ζώνης, bandwidth, εύρος
Τυχαίες λέξεις
Moder στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μούχλα, πρέπει, μούστος, περονόσπορος, ωίδιο, το ωίδιο, μούχλας