Nahrungsmittel στα ελληνικά

Μετάφραση: nahrungsmittel, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φαγητό, θρέψη, τροφή, τροφίμων, τρόφιμα, των τροφίμων
Nahrungsmittel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abgeneigtheit στα ελληνικά - απροθυμία, απροθυμίας, την απροθυμία, η απροθυμία, της απροθυμίας
  • ausfallsicher στα ελληνικά - ασφαλή από αστοχία, ασφαλούς αστοχίας, ασφάλεια έναντι αστοχίας, ασφαλή έναντι βλάβης, ασφαλές έναντι βλάβης
  • befleckte στα ελληνικά - χρωματιστός, Βιτρώ, χρωματισμένο, λεκιασμένο, Stained
  • drehmomentstütze στα ελληνικά - υποστήριξη της ροπής στρέψης, υποστήριξης της ροπής στρέψης
Τυχαίες λέξεις
Nahrungsmittel στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φαγητό, θρέψη, τροφή, τροφίμων, τρόφιμα, των τροφίμων