Λέξη: λαθρέμπορος
Σχετικές λέξεις: λαθρέμπορος
ο λαθρέμπορος
Μεταφράσεις: λαθρέμπορος
λαθρέμπορος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
smuggler, trafficker
λαθρέμπορος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
contrabandista, traficante, contrabandista de, traficante de, contrabandistas
λαθρέμπορος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schmuggler, Schmuggler, Schmugglers, Schleuser
λαθρέμπορος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fraudeur, traficoteur, contrebandier, passeur, trafiquant, contrebandiers, contrebande
λαθρέμπορος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
contrabbandiere, trafficante, contrabbandieri, contrabbandiere di, smuggler
λαθρέμπορος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
contrabandista, traficante, contrabandista de, traficante de, smuggler
λαθρέμπορος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sluikhandelaar, smokkelaar, Smuggler, mensensmokkelaar, de smokkelaar, smokkelaar van
λαθρέμπορος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
контрабандистка, контрабандист, контрабандистом, контрабандиста, контрабандистов
λαθρέμπορος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
smugler, Smuggler, smugleren
λαθρέμπορος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
smugglaren, Smuggler, smugglare, smugglar
λαθρέμπορος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
salakuljettaja, salakuljettajalle, salakuljettajan, salakuljettajien
λαθρέμπορος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
smugler, Smuggler, smugleren, Smuglerens, menneskesmugleren
λαθρέμπορος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
podloudník, pašerák, pašerákem, pašeráka, pašeráckého
λαθρέμπορος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szmugler, przemytnik, przemytnikiem, przemytnika, szmuglerem
λαθρέμπορος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csempészhajó, csempész, csempészt, csempészek, embercsempész, embercsempésznek
λαθρέμπορος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kaçakçı, kaçakçısı, smuggler, bir kaçakçı, kaçakçının
λαθρέμπορος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
контрабандист, контрабандиста
λαθρέμπορος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kontrabandist, kontrabandisti, trafikant, kontrabandist i
λαθρέμπορος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
контрабандист, контрабандист на, контрабандиста, контрабандисти
λαθρέμπορος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кантрабандыст
λαθρέμπορος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
salakaubavedaja, smugeldajatele, ebaseaduslikult üle piiri toimetajale, salakaubitseja, Salakuljettaja
λαθρέμπορος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
krijumčar, švercer, krijumčara, ssvercer, krijumèara
λαθρέμπορος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ógurlega
λαθρέμπορος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kontrabandininkas, kontrabandininkui, kontrabanda, kontrabandininkų, Kontrabandists
λαθρέμπορος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kontrabandists, Smuggler, kontrabandistam, kontrabandistu
λαθρέμπορος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
шверцер, шверцерски, криумчарите, криумчар, шверцер на
λαθρέμπορος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
contrabandist, traficant, traficant de, de contrabandist, contrabandist de
λαθρέμπορος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tihotapec, tihotapcu
λαθρέμπορος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pašerák, pasovač, pašovač
Τυχαίες λέξεις