Λέξη: περαιτέρω
Σχετικές λέξεις: περαιτέρω
περαιτέρω ενεργο-πληροφοριακής ανάπτυξης, περαιτέρω ετυμολογία, περαιτέρω ή περεταίρω, περαιτέρω μπαμπινιώτης, περαιτέρω συνώνυμο, περαιτέρω διευκρινίσεις, περαιτέρω διευκρίνιση, περαιτέρω συνώνυμα, περαιτέρω ορθογραφία, περαιτέρω λεξικο, περεταίρω
Συνώνυμα: περαιτέρω
μακρύτερα, ακόμη, μάλλον
Μεταφράσεις: περαιτέρω
περαιτέρω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
further, a further, is further, of further
περαιτέρω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
promover, fomentar, adicional, además, más, aún más, aún
περαιτέρω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ferner, unterstützen, weiter, fördern, mehr, nächste, weitere, weiteren, weiterer
περαιτέρω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
appuyer, promouvoir, favoriser, protéger, autre, loin, avaliser, soutenir, lointain, plus, outre, en outre, davantage, plus loin
περαιτέρω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
promuovere, ulteriormente, ulteriore, oltre, ulteriori, maggiori
περαιτέρω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mais, adicional, além, ainda mais, outro
περαιτέρω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verder, nader, bevorderen, verdere, meer, nadere
περαιτέρω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дальше, способствовать, дальнейший, далее, содействовать, впредь, продвигать, добавочный, дополнительный, дальнейшего, дальнейшее, в дальнейшем
περαιτέρω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fremme, videre, ytterligere, lenger, mer
περαιτέρω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
befrämja, ytterligare, vidare, mer, längre
περαιτέρω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pidemmälle, edistää, eespäin, lisä, edelleen, lisäksi, vielä, entisestään, tarkemmin
περαιτέρω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
yderligere, længere, videre, endvidere, yderligere at
περαιτέρω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
daleko, podporovat, další, dále, jiného, dalšího, dalším
περαιτέρω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
daleko, popierać, dodatkowy, pomagać, dalej, dodatkowo, dalszy, ponadto, dalsze
περαιτέρω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
további, tovább, továbbá, a további, újabb
περαιτέρω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ilerletmek, ayrıca, daha, daha fazla, başka, daha da
περαιτέρω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
надалі, далі, додатковий, подальший
περαιτέρω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
më tej, tej, më tutje, edhe më tej, i mëtejshëm
περαιτέρω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
още, допълнително, нататъшно, нататъшното
περαιτέρω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
далей, надалей, дальше
περαιτέρω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
enam, edasi, edasine, veelgi, edasise, edasist, lisaks
περαιτέρω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
daljnjeg, daljnjih, podrobnije, daljnji, dalji, dalje, dodatno, nadalje, daljnje
περαιτέρω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
framar, frekar, frekari, enn frekar, lengra, ennfremur
περαιτέρω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
toliau, dar, dar labiau, labiau, papildomai
περαιτέρω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tālāk, turklāt, turpmāk, vēl, vēl vairāk
περαιτέρω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
понатаму, дополнително, понатамошно, натамошно, понатамошни
περαιτέρω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mai departe, mai mult, în plus, continuare, în continuare
περαιτέρω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nadalje, nadaljnji, nadaljnje, dodatno, še naprej
περαιτέρω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ďalej, ďalšie, ďalší, iné, ďalšiu, ďalšej
Στατιστικά δημοτικότητας: περαιτέρω
Τυχαίες λέξεις