Nichtzahlung στα ελληνικά
Μετάφραση: nichtzahlung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αθέτηση, αθετώ, απουσία, μη, δεν, χωρίς, εκτός, που δεν
Μεταφράσεις
- abbau στα ελληνικά - κενό, μείωση, μείωσης, τη μείωση, μείωση της, αναγωγή
- agenten στα ελληνικά - παράγων, αντιπρόσωπος, μέσο, πράκτορας, παράγοντα
- ausgereift στα ελληνικά - μεστός, ωριμάζω, μεστώνω, ώριμος, ώριμο, ώριμη, γλυκόπιοτο, ...
- dreiphasig στα ελληνικά - τριφασική, τριφασικό, τριών φάσεων, τριφασικού, τριφασικοί
Τυχαίες λέξεις
Nichtzahlung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αθέτηση, αθετώ, απουσία, μη, δεν, χωρίς, εκτός, που δεν
Μεταφράσεις: αθέτηση, αθετώ, απουσία, μη, δεν, χωρίς, εκτός, που δεν