Λέξη: μαστροπός

Συνώνυμα: μαστροπός

ρουφιάνος, νταβατζής, σωματέμπορος, μαυλιστής, προμηθευτής, σωματέμπορας, παραγωγός, θεατρώνης, γυναίκα μαστροπός

Μεταφράσεις: μαστροπός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pimp, whoremonger, procuress, procurer, whoremaster
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
chulo, alcahuete, proxeneta, pimp, del chulo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zuhälter, kuppler, Zuhälter, pimp, Kuppler, Zuhälters
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
maquereau, souteneur, proxénète, pimp, mac
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ruffiano, magnaccia, mezzano, pimp, protettore, pappone
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
proxeneta, alcoviteiro, pimp, cafetão, chulo
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
souteneur, Pimp, pooier, Pimp van, Pooi
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сводник, совратитель, сводничать, сутенер, сутенером, сутенера, сутенёр
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hallik, pimp, halliken
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pimp, hallick, hallicken, Pimp, pimpen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
parittaa, parittaja, Pimp, sutenööri, parittajan, parittajana
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
alfons, pimp, alfonsen, alfons ved
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kuplíř, pasák, pimp, pasáka, pasákem
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
stręczyciel, alfons, stręczyć, sutener, rajfur, pimp, alfonsem, alfonsa
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
strici, Pimp, stricinek, stricije, stricivel
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
pezevenk, pimp, pezevengi, bir pezevenk, pezevengin
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пілюля, пігулка, сутенер, сутенера
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pimp, Pimp lojën, tutori, Makroja, Makroja i
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сводник, Pimp, сутеньор, сводника
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сутэнёр, суценёр
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kupeldama, kupeldaja, Pimp, sutenöör, Sutenööri, kaubitsejaga
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
svodnik, makro, svodniku, se svodnik
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Pimp, melludólgur
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sąvadauti, Stręczyć, Rajfur, Rajfurka, Pimp
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pimp, suteners, Suteneru
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Pimp, макро
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
proxenet, Pimp, pește, peștele, proxenetul
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zvodnik, pimp, zvodnikom, zvodnika
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pasák, pastier, pastier bol
Τυχαίες λέξεις