Nun στα ελληνικά

Μετάφραση: nun, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, σήμερα
Nun στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • amputieren στα ελληνικά - ακρωτηριάζω, ξεκόβω, αποκόπτω, ακρωτηριαστούν από, να ακρωτηριαστούν, ακρωτηριαστούν
  • beweis στα ελληνικά - μαρτυρία, διαδήλωση, επιχείρημα, στοιχεία, πειστήριο, απόδειξη, αποδείξεις, ...
Τυχαίες λέξεις
Nun στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, σήμερα