Λέξη: αυταπόδεικτος

Συνώνυμα: αυταπόδεικτος

αναμφισβήτητος, αξιωματικός

Μεταφράσεις: αυταπόδεικτος

αυταπόδεικτος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
axiomatic, axiomatical

αυταπόδεικτος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
axiomático

αυταπόδεικτος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
axiomatisch, axiomatische, axiomatischen

αυταπόδεικτος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
axiomatique

αυταπόδεικτος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
axiomatical

αυταπόδεικτος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
axiomático

αυταπόδεικτος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
axiomatisch

αυταπόδεικτος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
самоочевидный, аксиоматической

αυταπόδεικτος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
axiomatical

αυταπόδεικτος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
AXIOMATISK

αυταπόδεικτος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
axiomatical

αυταπόδεικτος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
axiomatical

αυταπόδεικτος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
axiomatický, samozřejmý, axiomatické

αυταπόδεικτος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
aksjomatyczny, oczywisty

αυταπόδεικτος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
természetes, megdönthetetlen, magától értetődő

αυταπόδεικτος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aksiyomatik

αυταπόδεικτος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
самоочевидний, аксіоматичної, аксіоматичній, аксіоматичною

αυταπόδεικτος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
aksiomatik, evident, pakundërshtueshëm, i pakundërshtueshëm

αυταπόδεικτος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
аксиоматичен, очевиден, който не се нуждае от доказване

αυταπόδεικτος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аксиоматической

αυταπόδεικτος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
axiomatical

αυταπόδεικτος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
očigledan, izvjestan, neoboriv, aksiomatičan, aksiomatski, aksiomatske

αυταπόδεικτος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
axiomatical

αυταπόδεικτος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aksiominis, Aksjomatyczny, aiškus be įrodymų, Kuriai nereikia įrodymų, Neginčytina

αυταπόδεικτος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
neapšaubāms

αυταπόδεικτος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
axiomatical

αυταπόδεικτος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
axiomatic

αυταπόδεικτος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Aksiomatski

αυταπόδεικτος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
axiomatickú
Τυχαίες λέξεις