Nutzen στα ελληνικά
Μετάφραση: nutzen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξυπηρέτηση, ωφέλεια, ωφελώ, βοηθός, βοήθεια, απολαβή, επωφελούμαι, σέρβις, υπηρεσία, αρωγή, ρουσφέτι, κέρδος, όφελος, επικουρία, χρησιμότητα, επίδομα, χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- affig στα ελληνικά - χαζός, γελοίος, γελοίο, γελοία, γελοίες, γελοίοι
- after στα ελληνικά - πρωκτός, πρωκτό, τον πρωκτό, πρωκτού, του πρωκτού
- aufblähung στα ελληνικά - τέντωμα, διάταση, διόγκωση, διαστολή, distention
- degeneration στα ελληνικά - εκφύλιση, εκφυλισμός, εκφυλισμό, εκφυλισμού, κηλίδας
Τυχαίες λέξεις
Nutzen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξυπηρέτηση, ωφέλεια, ωφελώ, βοηθός, βοήθεια, απολαβή, επωφελούμαι, σέρβις, υπηρεσία, αρωγή, ρουσφέτι, κέρδος, όφελος, επικουρία, χρησιμότητα, επίδομα, χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Μεταφράσεις: εξυπηρέτηση, ωφέλεια, ωφελώ, βοηθός, βοήθεια, απολαβή, επωφελούμαι, σέρβις, υπηρεσία, αρωγή, ρουσφέτι, κέρδος, όφελος, επικουρία, χρησιμότητα, επίδομα, χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση