Λέξη: αποδοτικότητα

Σχετικές λέξεις: αποδοτικότητα

αποδοτικότητα ορισμός, αποδοτικότητα στην εργασία, αποδοτικότητα συνώνυμο, αποδοτικότητα νοσοκομείων, αποδοτικότητα ενεργητικού, αποδοτικότητα συνολικών κεφαλαίων, αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων, αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα, αποδοτικότητα απασχολούμενων κεφαλαίων, αποδοτικότητα ελληνικών νοσοκομείων

Συνώνυμα: αποδοτικότητα

δραστηριότης, δραστηριότητα, ικανότης, ικανότητα, αποδοτικότης, παραγωγικότητα, παραγωγικότης

Μεταφράσεις: αποδοτικότητα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
effectiveness, efficiency, profitability, efficiency of, performance
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
eficiencia, eficacia, la eficiencia, eficiencia de, la eficacia
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
leistungsfähigkeit, effizienz, Leistungsfähigkeit, Wirksamkeit, Effizienz, Wirkungsgrad
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
efficacité, efficience, l'efficacité, rendement, l'efficience
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
efficienza, l'efficienza, dell'efficienza, di efficienza, efficacia
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
eficiência, eficácia, a eficiência, eficiência de, da eficiência
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rendement, doeltreffendheid, efficiëntie, efficiency
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
убойность, действенность, эффективность, результативность, оперативно, эффективности, КПД, эффективностью, производительность
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
effektivitet, effektiviteten, virkningsgrad
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
effektivitet, effektiviteten, verkningsgrad
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
teho, tehokkuus, hyötysuhde, tehokkuutta, tehokkuuden, tehokkuuteen
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
effektivitet, effektiviteten, effektiv, virkningsgrad, effektivt
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
efektivnost, účinnost, účinnosti, efektivita, výkonnost
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
efektywność, efekciarstwo, skuteczność, wydajność, sprawność, efektywności
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hatékonyság, hatásosság, hatékonyságának, hatékonyságát, hatékonysága, hatékonyságot
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
etkinlik, verim, verimliliği, verimlilik, verimli
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ефективність, дієвість, Є, ефективності
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
efikasitet, efikasitetit, efikasitetin, efikasiteti, efikasitetit të
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ефективност, ефективността, ефикасност, ефикасността, на ефективността
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
эфектыўнасць, эфэктыўнасьць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
efektiivsus, kasutegur, tõhususe, tõhusust, tõhusus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
efikasnost, učinkovitosti, efektivnost, učinkovitost, djelotvornost
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skilvirkni, hagkvæmni, Nýtni, afköst, dugnaður
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
efektyvumas, efektyvumo, veiksmingumas, efektyvumą, veiksmingumą
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
efektivitāte, efektivitāti, efektivitātes, lietderības
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ефикасност, ефикасноста, на ефикасноста, ефикасноста на, ефикасност на
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
eficiență, eficiența, eficienței, eficienta, eficientei
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
učinkovitost, učinkovitosti, izkoristek, uspešnost, učinkovitostjo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
efektivita, efektívnosť, účinnosť, efektívnosti, účinnosti, efektivitu
Τυχαίες λέξεις