Ωφέλεια στα γερμανικά

Μετάφραση: ωφέλεια, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gefallen, beihilfe, wohltat, wohltätigkeitsveranstaltung, profit, nutzen, gewinn, vorteil, Nutzen, Dienstprogramm, Nützlichkeit, Utility
Ωφέλεια στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ωφέλεια

κοινή ωφέλεια, ωφέλεια από την άσκηση δικαιώματος προαίρεσης απόκτησης μετοχών, ωφέλεια λεξικό, ωφέλεια από τα μνημόσυνα, ωφέλεια λόγω αποδείξεων, ωφέλεια λεξικό γλώσσας γερμανικά, ωφέλεια στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • ωστόσο στα γερμανικά - nichtsdestoweniger, da, gleichwohl, trotzdem, schon, aber, jedoch, ...
  • ωτακουστώ στα γερμανικά - lauschen, mithören, belauschen, überhören, hören, zu belauschen
  • ωφέλιμος στα γερμανικά - nützlich, wohltuend, heilsam, gesund, hilfreich, sinnvoll, nützliche
  • ωφελώ στα γερμανικά - nutzen, ausnutzen, ofelo
Τυχαίες λέξεις
Ωφέλεια στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: gefallen, beihilfe, wohltat, wohltätigkeitsveranstaltung, profit, nutzen, gewinn, vorteil, Nutzen, Dienstprogramm, Nützlichkeit, Utility