Onkel στα ελληνικά
Μετάφραση: onkel, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θείος, θείο, ο θείος, θείου, το θείο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abschleifen στα ελληνικά - τριβή, απόξεση, αμυχή, φθορά, άμμος, άμμο, άμμου, ...
- betäubte στα ελληνικά - αναισθησία, αναισθητοποιούνται, αναισθητοποιηθεί, αναισθητοποιήθηκαν, αναισθητοποιημένα
- bewohnte στα ελληνικά - κατοικείται, κατοικήθηκε, κατοικούνται, κατοικούνταν, κατοικηθεί
- bürgerlichen στα ελληνικά - αστός, αστική, αστικής, αστικό, αστικού
Τυχαίες λέξεις
Onkel στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θείος, θείο, ο θείος, θείου, το θείο
Μεταφράσεις: θείος, θείο, ο θείος, θείου, το θείο