Ortsansässiger στα ελληνικά

Μετάφραση: ortsansässiger, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τοπικός, κάτοικος, μόνιμος, LN, Ι_Ν, ΙΝ, ίΝ, ΝΝ
Ortsansässiger στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anstoßeffekt στα ελληνικά - εφαπτόμενη, υποστηρίζον, καταληκτικής, το υποστηρίζον, σύνδεση καταληκτικής
  • aussperrungen στα ελληνικά - ανταπεργία, ανταπεργίες, σύστημα φραγής κατά, lockouts, ανταπεργιών
  • betreibt στα ελληνικά - εγχειρίζω, λειτουργώ, λειτουργεί, δραστηριοποιείται, εκμεταλλεύεται, λειτουργεί με, Χειρίζεται
  • bibliographisch στα ελληνικά - βιβλιογραφική, βιβλιογραφικές, βιβλιογραφικά, βιβλιογραφικών, βιβλιογραφικής
Τυχαίες λέξεις
Ortsansässiger στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τοπικός, κάτοικος, μόνιμος, LN, Ι_Ν, ΙΝ, ίΝ, ΝΝ