Λέξη: καταρράκτης

Σχετικές λέξεις: καταρράκτης

καταρράκτης λεπίδας, καταρράκτης τζουμέρκων, καταρράκτης πεντέλης, καταρράκτης αρτας, καταρράκτης λεπίδα, καταρράκτης αίματος ανταρκτική, καταρράκτης του λειβαδίτη, καταρράκτης συμπτώματα, καταρράκτης ματιών επέμβαση, καταρράκτης πεντέλη

Συνώνυμα: καταρράκτης

κατωφέρεια ποταμού, μικρός καταρράχτης, υδατόπτωση

Μεταφράσεις: καταρράκτης

καταρράκτης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
waterfall, cataract, cascade, rapids, cataracts

καταρράκτης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cascada, catarata, cataratas, de cataratas, de catarata, la catarata

καταρράκτης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wasserfall, katarakt, Katarakt, Grauen Stars, der Katarakt

καταρράκτης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cascade, cataracte, chute, la cataracte, cataractes, une cataracte

καταρράκτης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cascata, cataratta, della cataratta, di cataratta, la cataratta, cateratta

καταρράκτης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cascatas, cachoeira, aguar, cascata, catarata, de catarata, cataratas, da catarata, cataract

καταρράκτης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
waterval, staar, cataract, grauwe staar, cataractoperatie, van cataract

καταρράκτης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
демпфер, катаракта, водопад, тормоз, порог, поток, катаракты, катаракту, катаракте, удалению катаракты

καταρράκτης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
foss, katarakt, grå stær, cataract

καταρράκτης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vattenfall, katarakt, gråstarr, grå starr, starr

καταρράκτης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
putous, vesiputous, köngäs, koski, kaihi, harmaakaihi, kaihin, cataract, harmaakaihin

καταρράκτης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vandfald, katarakt, grå stær, for grå stær, cataract, af grå stær

καταρράκτης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vodopád, katarakt, kaskáda, šedý zákal, katarakta, katarakty, šedého, šedého zákalu

καταρράκτης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zaćma, wodospad, bielmo, kaskada, katarakta, Cataract, zaćmy, zaćmę

καταρράκτης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hályog, vízesés, szürkehályog, cataracta, a szürkehályog

καταρράκτης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çağlayan, katarakt

καταρράκτης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
потік, змочений, поріг, порожистий, гальмо, муаровий, розведений, водоспад, розбавлений, демпфер, катаракта, катаракти, катаракту

καταρράκτης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
katarakt, kataraktit, kataraktës, katarakti, perde

καταρράκτης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
водопад, катаракт, перде, катаракта, на катаракта

καταρράκτης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
катаракта

καταρράκτης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lahjendatud, läätsekae, kataraktide, katarakti, katarakt, kae

καταρράκτης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mrena, vodopad, slap, katarakt, katarakta, katarakte, očna mrena

καταρράκτης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
drer, Cataract, fossinn, við fossinn

καταρράκτης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
krioklys, katarakta, kataraktos, ir kataraktos, kataraktą

καταρράκτης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ūdenskritums, katarakta, kataraktas, kataraktu, cataract, par kataraktu

καταρράκτης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
катаракта, катарактата, катаракт, на катаракта

καταρράκτης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cascadă, cataractă, cataractei, cataracta, de cataractă, a cataractei

καταρράκτης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
katarakta, katarakte, mrena, katarakto, katarakt

καταρράκτης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vodopád, šedý, sivý, šedá, sivá, strieborný

Στατιστικά δημοτικότητας: καταρράκτης

Τυχαίες λέξεις