Person στα ελληνικά
Μετάφραση: person, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θνητός, θανάσιμος, ατομικός, ανθρώπινος, κάποιος, άνθρωπος, πρόσωπο, χαρακτήρας, ψυχή, άτομο, προσώπου, ατόμου, πρόσωπο που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- althergebracht στα ελληνικά - παραδοσιακός
- angeheftet στα ελληνικά - συνημμένο, επισυνάπτεται, συνημμένη, που επισυνάπτεται, επισυνάπτονται
- antiheld στα ελληνικά - αντιήρωα, αντιήρωας
- ballabwehr στα ελληνικά - εκτός, διασώζω, αποκρούω, αποταμιεύω, αποθηκεύσετε, σώσει, εξοικονομήσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Person στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θνητός, θανάσιμος, ατομικός, ανθρώπινος, κάποιος, άνθρωπος, πρόσωπο, χαρακτήρας, ψυχή, άτομο, προσώπου, ατόμου, πρόσωπο που
Μεταφράσεις: θνητός, θανάσιμος, ατομικός, ανθρώπινος, κάποιος, άνθρωπος, πρόσωπο, χαρακτήρας, ψυχή, άτομο, προσώπου, ατόμου, πρόσωπο που