Λέξη: βαφέας

Σχετικές λέξεις: βαφέας

βαφέας αυτοκινήτων, βαφέασ νίκοσ, βαφέας βασίλης, αντώνης βαφέας, ιωάννης βαφέας, βαφέας παναγιώτης, βαφέας σκηνοθέτης, βαφέας αντιδήμαρχος, βαφέας αυτοκινήτων θεσσαλονίκη, αριστείδης βαφέας

Μεταφράσεις: βαφέας

βαφέας στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
painter, dyer, refinisher, House painter

βαφέας στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pincel, pintor, tintorero, Dyer, tintóreo, el tintóreo, tintóreo de

βαφέας στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
maler, puma, lackierer, kunstmaler, Färber, dyer, Färbers, farbstoff

βαφέας στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
puma, badigeonneur, amarre, peintre, vernisseur, teinturier, Dyer, tinctorial, tinctorial de, préposé à la coloration

βαφέας στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pittore, imbianchino, tintore, Dyer, tintoriale, tintoriale di, del tintoriale

βαφέας στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pintor, pincel, tintureiro, Dyer, tintureiro de, do tintureiro, O tintureiro

βαφέας στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verver, schilder, huisschilder, kunstschilder, stoffenverver, dyer, de stoffenverver, stoffenverver van

βαφέας στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
маляр, фалинь, художник, раскраска, художница, живописец, красильщик, Дайер, Dyer, красильщика, Дайера

βαφέας στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
maler, Dyer, farver

βαφέας στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
målare, dyer, dyeren, färgare, färgaren, som dyeren

βαφέας στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiinnitysköysi, puuma, taidemaalari, maalari, värjäri, dyer, värjärin, Dyerin, värjääjä

βαφέας στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
maler, kunstmaler, Dyer, Farver, Farveren, Farverdatteren, Farverdatter

βαφέας στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
natěrač, malíř, barvič, dyer, barvířem, barvíř, barvířský

βαφέας στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
lakiernik, malarz, barwiarz, dyer, Farbiarski, farbiarz

βαφέας στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kelmefestő, Dyer, kelmefestô

βαφέας στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ressam, boyacı, dyer, dyer ve, boyacının, bir boyacı

βαφέας στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
митець, художник, живописець, фарбувальник, красильник, красільщік, фарбар

βαφέας στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
piktor, ngjyrues, Dyer, Dajer, punëtor ngjyrimi, Dajër

βαφέας στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пума, бояджия, Дайър, Dyer, бояджийски, бояджийска

βαφέας στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
Красільшчыкаў

βαφέας στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
maalikunstnik, maaler, värval, Värjäri, Dyer, värvija, Dyeri

βαφέας στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ličilac, slikar, maler, soboslikar, farbar, Dyer, kosu, Dyer je

βαφέας στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
DYER

βαφέας στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
pictor

βαφέας στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
puma, tapytojas, dažytojas, Dyer, Barwiarz, Kurjeris

βαφέας στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
puma, gleznotājs, krāsotājs, Dyer, krāsotāja

βαφέας στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пума, Даер, Dyer

βαφέας στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pictor, vopsitor, Dyer, boiangiu, Dyer a

βαφέας στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Dyer, Dyer je, Dyer se

βαφέας στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
Barvič
Τυχαίες λέξεις