Λέξη: διαμετρώ

Μεταφράσεις: διαμετρώ

διαμετρώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
calibrate, diametrically, DIAMETRON, diameters, DIAMETER, diametral

διαμετρώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
calibrar, diametralmente, diametral-, diametral, diametral- mente

διαμετρώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kalibrieren, diametral, sich diametral, diametrisch, einander diametral, die diametral

διαμετρώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
graduer, calibrent, calibrer, calibrons, calibrez, diamétralement, diamétralement à

διαμετρώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
diametralmente, posizione diametralmente

διαμετρώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
calibrar, diametralmente, diametricamente

διαμετρώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
diametraal, lijnrecht, diametrisch, haaks

διαμετρώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
калибровать, выверять, градуировать, инспектировать, тарировать, проверять, диаметрально, прямо, полярно

διαμετρώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
diametralt, diamentralt, stikk, diametrisk, diametralsk

διαμετρώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
diametralt, är diametralt, raka, diametral

διαμετρώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kalibroida, säätää, täysin, diametraalisesti, diametrisesti, halkaisijan, halkaisijan suhteen

διαμετρώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
diametralt, diametral, i diametral, diametrisk, er diametralt

διαμετρώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
cejchovat, značkovat, průměrově, diametrálně, úhlopříčně, diametrálním

διαμετρώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
skalibrować, skalować, kalibrować, diametralnie, biegunowo, średnicy, średnicowo, na średnicy

διαμετρώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
homlokegyenest, szöges, átlósan, átmérősen, átmérőirányban

διαμετρώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
taban tabana, tabana, çapsal, çapsal olarak, diyametrik

διαμετρώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
калібруйте, калібрувати, градуювати, перевіряти, діаметрально

διαμετρώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
diametralisht, diametralisht të, diametralisht e, diametralisht i, diametrikisht

διαμετρώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
диаметрално, коренно, са диаметрално, на диаметрално

διαμετρώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дыяметральна, дыямэтральна

διαμετρώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
taatlema, kalibreerima, diametraalselt, risti, täiesti, diameetriliselt, on diametraalselt

διαμετρώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
podešavati, kalibrirati, dijametralno, su dijametralno, se dijametralno, na dijametralno, dijametralno je

διαμετρώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
diametrically, öndverðum, algjörlega, til algjörlega

διαμετρώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
diametraliai, visiškai, kardinaliai, visiškai priešingose, esantys visiškai priešingose

διαμετρώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
diametrāli, ir diametrāli, pretējās

διαμετρώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дијаметрално, со дијаметрално, се дијаметрално, познати дијаметрално, дијаметрично

διαμετρώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
diametral

διαμετρώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
diametralno, popolnoma, povsem, popolnem, v popolnem

διαμετρώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
Priemerové, priemerová, priemerným, spriemerovať
Τυχαίες λέξεις