Phänomenal στα ελληνικά
Μετάφραση: phänomenal, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φαινομενικός, εκπληκτικός, εκπληκτική, πρωτοφανής, φαινομενική, φαινομενικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abgelagert στα ελληνικά - ωριμασμένο, καρυκεύματα, έμπειρος, έμπειρο, καρυκευμένο
- atomisiert στα ελληνικά - ατομοποιημένης, κονιορτοποιημένα, σταγονοποιημένο, εκνεφωθέντων, νεφοποιημένος
- beklagenswerte στα ελληνικά - αξιοθρήνητη, λυπηρό, λυπηρή, λυπηρό το γεγονός, θλιβερή
- bevollmächtigte στα ελληνικά - δικηγόρος, επιτακτικός, εντολοδόχος, παραγγελιοδόχος, συνήγορος, αντιπρόσωπος, αντιπροσωπευτικός, ...
Τυχαίες λέξεις
Phänomenal στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φαινομενικός, εκπληκτικός, εκπληκτική, πρωτοφανής, φαινομενική, φαινομενικό
Μεταφράσεις: φαινομενικός, εκπληκτικός, εκπληκτική, πρωτοφανής, φαινομενική, φαινομενικό