Λέξη: έπαλξη

Σχετικές λέξεις: έπαλξη

έπαλξη ορισμός, έπαλξη λεξικο, έπαλξη συνώνυμα, έπαλξη ανασυγκρότησης κέντρου

Συνώνυμα: έπαλξη

προπύργιο, προμαχώνας, οχύρωμα

Μεταφράσεις: έπαλξη

έπαλξη στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rampart, battlement, bastion, bastion they, a rampart

έπαλξη στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
terraplén, muralla, almena, battlement, almenas, almenaje, almenada

έπαλξη στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wall, Festungsmauer, Zinnen, Zinne, Wehrgang

έπαλξη στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rempart, boulevard, battlement, créneau, créneaux, parapet

έπαλξη στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bastione, riparo, baluardo, merlo, merlatura, battlement, parapetto, merlata

έπαλξη στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
muralha, ameia, battlement, parapeito, adarve

έπαλξη στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
omwalling, bolwerk, bastion, wal, kanteel, battlement, kantelen, leuning, waarheidsgetrouwe

έπαλξη στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
защита, твердыня, вал, оплот, укреплять, защищать, зубцы, зубчатая, зубец, зубчатой, зубчатая стена

έπαλξη στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
voll, battle, brystvern, Battlement, rekkverk

έπαλξη στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bröstvärn, värn, battle, battlement, med bröstvärn

έπαλξη στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suojamuuri, valli, battlement, käsipuut, sakaraharjainen, poikkileikkaukseltaan sakaraharjainen

έπαλξη στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
murkrone, battlement, Rækværk, brystværn, Murtinden

έπαλξη στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hradba, záštita, cimbuří

έπαλξη στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obwałowanie, przedmurze, ochrona, wał, bastion, blanka, blanki, battlement, blank

έπαλξη στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bástya, falvég

έπαλξη στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mazgallı siper, Battlement, mazgallı

έπαλξη στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нестямний, зубці

έπαλξη στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
parapet

έπαλξη στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
назъбен парапет, ограда, ограда около

έπαλξη στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
зубцы, зубцамі

έπαλξη στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
battlement

έπαλξη στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
jarak, grudobran, štititi, bedem, bedema, braniti

έπαλξη στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
battlement

έπαλξη στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
propugnaculum, vallum

έπαλξη στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Dantyta, battlement, Dantyta siena, Cietokšņa mūro izrobojums

έπαλξη στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cietokšņa mūra izrobojums

έπαλξη στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
battlement

έπαλξη στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
meterez, parapet, pălimar, creastă de zid, crenel

έπαλξη στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Grudobran

έπαλξη στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hradba, cimburie, cimburia, cimburí, cimburím
Τυχαίες λέξεις