Λέξη: φινέτσα

Σχετικές λέξεις: φινέτσα

φινέτσα συνώνυμο, ιταλική φινέτσα, γαλλική φινέτσα

Μεταφράσεις: φινέτσα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
finesse, refinement, elegance, sophistication, finess
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fineza, sutileza, finura, delicadeza, finesse
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
raffinesse, diskretion, finesse, Finesse, Raffinesse, Feinheit, Finessen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
discrétion, subtilité, finesse, délicatesse, impasse, la finesse, de finesse
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
finezza, raffinatezza, finesse, la finezza, delicatezza
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sutileza, delicadeza, finesse, fineza, requinte
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
finesse, verfijning, finesses, fijnheid
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
изящество, искусность, хитроумие, ухищрение, мастерство, тонкость, хитринка, утонченность, хитрость, изящества, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
finesse, finessen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
finess, finesse, finesser, finessen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
neuvokkuus, finesse, hienovaraisuutta, hienostuneesti, hienouksia
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
finesse, finesser
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
finesa, obratnost, šikovnost, finesse, jemnost
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
finezja, czystość, doskonałość, delikatność, impas, impasować, chytrość, finezji
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fortély, finesz, ravaszság, finesse, finomkodás, kifinomultság
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
incelik, finesse, inceliği, fines, ustalık
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тонкість, хитрість, тонкощі, хитрощі, витонченість, лірика, нюанс
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
finesë, pastërtisë, e pastërtisë, zgjuarsi, finesa
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
импас, финес, изисканост, изтънченост
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
тонкасць, тонкасці, вытанчанасць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kavalus, finesse, osavus, Peenelt valmistatud
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lukavost, finesa, finesse, finoća, finoća pokreta
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fágun
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
subtilumas, subtilumo, finesse, Chytrze veikti
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
viltība, finesse, izsmalcinātas, smalkums, izsmalcinātība
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
финес, финеси, префинетоста, уметничкиот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
finețe, finete, finetea, finețea, finesse
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
finesa, finesse, finese, Lukavost, Finoća
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
šikovnosť, Zručnosť, sikovnost, šikovnosti
Τυχαίες λέξεις