Pinkel στα ελληνικά

Μετάφραση: pinkel, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ντοπάρω, κατούρχμα, κατούρημα, peeing, το κατούρημα, κατουρώντας
Pinkel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • armseligkeit στα ελληνικά - αθλιότητα, εξαθλίωση, αθλιότητά, την αθλιότητά, την αθλιότητα
  • ausgeglichene στα ελληνικά - ισορροπημένη, ισόρροπη, ισορροπημένο, ισόρροπης, ισορροπημένης
  • brei στα ελληνικά - κουρκούτι, πολτός, πολτού, πουρέ, γλεύκους, mash
  • durchdringen στα ελληνικά - κρησαρίζω, φίλτρο, διηθώ, διαπερνώ, διεισδύουν, διεισδύσουν, διεισδύσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Pinkel στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ντοπάρω, κατούρχμα, κατούρημα, peeing, το κατούρημα, κατουρώντας